- Εσθονία
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας
Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947-90)
Έκταση: 45.227 τ. χλμ
Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002)
Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Ν με τη Λετονία, στα Α με τη Ρωσία, ενώ βρέχεται Β και Α από τη Βαλτική θάλασσα.Η Ε., που στο έδαφός της περιλαμβάνονται περισσότερα από 1.500 νησιά, ανήκει στην ιστορική ενότητα των Βαλτικών xωρών, τη μοίρα των οποίων ακολούθησε στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αι. Είναι μία από τις χώρες που απέκτησαν την πραγματική ανεξαρτησία τους μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Μέχρι τότε η χώρα αποτελούσε την Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία.
Η Ε. διακήρυξε την ανεξαρτησία της τον Μάρτιο του 1990 και στις 21 Αυγούστου 1991 απέκτησε την πλήρη ανεξαρτησία της, ύστερα από την αποτυχία του πραξικοπήματος εναντίον του τότε προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Τα ρωσικά στρατεύματα αποχώρησαν από τη χώρα το 1994.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 15 επαρχίες (σε παρένθεση ο πληθυσμός σύμφωνα με την απογραφή του 2000): Αρτζού (Ηarju, 532.883), Βάλγκα (Valga, 38.370), Βιλγιάντι (Viljandi, 61.933), Βόρου (Voru, 42.579), Γιάρβα (Jarva, 42.970), Γιόγκεβα (Jogeva, 40.992), Ίντα-Βίρου (Ιda-Viru, 193.610), Λάανε (Laane, 31.822), Λάανε-Βίρου (Laane-Viru, 75.421), Πάρνου (Ρarnu, 99.653), Πόλβα (Ρolva, 35.272), Ράπλα (Rapla, 40.086), Σάαρε (Saare, 39.971), Τάρτου (Τartu, 151.912) και Χιιού (Ηiiu, 11.723).Επίσημη γλώσσα είναι η εσθονική. Οι περισσότεροι κάτοικοι μιλούν πάντως και ρωσικά. Επίσης, χρησιμοποιούνται τα ουκρανικά και τα φιλανδικά.
Το 65,1% του πληθυσμού αποτελούν οι Εσθονοί και ακολουθούν οι Ρώσοι, σε ποσοστό 28,1%. Στη χώρα ζουν επίσης Λευκορώσοι (2,5%) και Φιλανδοί (1%).Στις 28 Ιουνίου 1992 έγινε δεκτό με δημοψήφισμα το νέο σύνταγμα της Ε., που προβλέπει μεταξύ άλλων κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται για πενταετή θητεία με μυστική ψηφοφορία από τη βουλή και πρέπει να έχει συμπληρώσει το 40ό έτος της ηλικίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη βουλή (Riigikogu), η οποία αποτελείται από 101 μέλη, που εκλέγονται με μυστική καθολική ψηφοφορία για 4 χρόνια.Στη χώρα υπάρχουν περισσότερα από 30 κόμματα, από τα οποία κυριαρχούν το κυβερνόν Κεντρώο Κόμμα, η Ένωση Πατρίδα, το Κόμμα Ανανέωσης, οι Μετριοπαθείς και το Αγροτικό Λαϊκό Κόμμα.
Αρχηγός του κράτους είναι από το 2001 ο Άρνολντ Ροότελ (Αrnold Rootel) και πρωθυπουργός ο Σίιμ Κάλας (Siim Kallas)Το Εθνικό Δικαστήριο έχει τον ρόλο του ανώτατου δικαστηρίου, το οποίο αποτελεί την κορυφή της δικαστικής εξουσίας και αποτελείται από 17 μέλη. Ο πρόεδρός του διορίζεται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας και τα υπόλοιπα μέλη του από τη βουλή.
Υπάρχουν επίσης τοπικά και περιφερειακά δικαστήρια στις μεγάλες πόλεις και στις περιφέρειες. Τα εφετεία είναι τα δευτεροβάθμια δικαστήρια. Τέλος, ξεχωριστά λειτουργούν τα διοικητικά δικαστήρια.Οι Εσθονοί είναι στην πλειοψηφία τους προτεστάντες-λουθηρανοί. Υπάρχουν επίσης ορθόδοξοι (κυρίως οι Ρώσοι κάτοικοι της χώρας) και ορισμένοι καθολικοί όπως και μια μικρή εβραϊκή κοινότητα.Η παιδεία είναι υποχρεωτική από 7 έως 16 ετών. Διαιρείται σε δημοτική, κατώτερη μέση και ανώτερη μέση ή τεχνική καθώς και σε ανώτατη. Η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν.
Στη χώρα λειτουργούν 22 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η γλώσσα των μαθημάτων είναι η εσθονική, αλλά υπάρχουν σχολεία όπου τα μαθήματα γίνονται στη ρωσικήΗ Ε. άρχισε να συγκροτεί δικό της στρατό το 1992. Η θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 12 μήνες. Η Ε. συμμετέχει σε προγράμματα του ΝΑΤΟ από το 1994.Ολόκληρη η περιοχή της Βαλτικής καταλαμβάνεται από μορενικές εναποθέσεις, που διακόπτονται από μεσομορενικές κόγχες, λείψανα των τελευταίων παγετώνων. Διαθέτει άφθονες μικρές λίμνες και πολυάριθμα τέλματα, που είναι πλούσια σε ψάρια, καρκινοειδή και υδρόβια πουλιά. Όταν την άνοιξη λιώνουν τα χιόνια, σχηματίζονται πλούσια λιβάδια με πυκνή βλάστηση, που καταλαμβάνουν το 40% των εσθονικών εδαφών. Τα αμμώδη εδάφη των μορενών καλύπτονται από δάση με πεύκα, αλλά η τυπική βλάστηση στο εσωτερικό είναι μεικτή, συνήθως με πλατύφυλλα και βελανιδιές. Στο έδαφος της Ε. διακρίνονται καθαρά τα γνωρίσματα των αρχαίων παγετώνων: παγετωνικές λίμνες, ακραίες μορένες και πολυάριθμοι ογκόλιθοι. Το υπέδαφος είναι πλούσιο σε κοιτάσματα σχιστόλιθων και στις περιοχές όπου γίνονται εξορύξεις έχουν αναπτυχθεί νέες πόλεις και οικισμοί. Άλλα χρήσιμα ορυκτά είναι οι φωσφορίτες, η τύρφη, ο άργιλος και ο ασβεστόλιθος. Όπως και στις άλλες χώρες της Βαλτικής, στην Ε. το υψόμετρο σπάνια φτάνει τα 300 μ., ενώ ολόκληρη η δυτική της πλευρά δεν ξεπερνά τα 50 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα ΝΑ, στις λοφώδεις περιοχές Οτέπια και Χάνια, βρίσκεται το υψηλότερο σημείο της Βαλτικής, το Σούουρ Μουναμέγι, με ύψος 318 μ. Σούουρ Μουναμέγι στα εσθονικά σημαίνει Λόφος του Μεγάλου Αβγού. Πραγματικά, από κάποια απόσταση το βουνό μοιάζει με αβγό.
Η γραμμή των ακτών είναι τεμαχισμένη σε βαθείς κόλπους, μικρούς όρμους και χερσονήσους, ενώ παρουσιάζει ενδιαφέρουσα εναλλαγή βράχων, αμμόλοφων και τελμάτων. Οι βόρειες ακτές προεξέχουν απότομα και δημιουργούν γκρεμούς που φτάνουν σε ύψος 56 μ. Σε ορισμένα σημεία το έδαφος κατεβαίνει ομαλά σε μια στενή λωρίδα παραλίας, ενώ σε άλλα καταλήγει σε βράχους.
Τα εδάφη της είναι κυρίως ποτζολικά και το 15% της συνολικής της επιφάνειας καλύπτεται από βάλτους. Καλλιεργείται περίπου το 25% των εδαφών, κυρίως με σιτηρά, ζωοτροφές και λινάρι. Οι πλέον εύφορες περιοχές βρίσκονται συνήθως σε χαμηλό υψόμετρο. Βασικοί κλάδοι της αγροτικής οικονομίας είναι η γαλακτοπαραγωγική κτηνοτροφία και η χοιροτροφία.
Στα εδάφη της Ε. περιλαμβάνονται περισσότερα από 1.500 νησιά και νησίδες. Βρίσκονται σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από τη δυτική ακτή και η συνολική τους έκταση αντιστοιχεί στο 10% της έκτασης της χώρας. Τα μεγαλύτερα από αυτά είναι τα Σάαρεμαα, Χίιουμαα, Μούχου και Βόρμσι.
Ολόκληρη η δυτική ακτή έχει πολύ χαμηλό υψόμετρο. Πριν από 7.000 χρόνια, όταν δημιουργήθηκε η Βαλτική, το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών παραλίων βρισκόταν κάτω από τη θάλασσα. Φαίνονταν μόνο μικρά τμήματα της ξηράς και ένα τμήμα του νησιού Σάαρεμαα. Από τότε, λόγω της ανύψωσης του φλοιού της Γης, η περιοχή υψώνεται με ρυθμό που αυτή τη στιγμή είναι περίπου 3 χιλιοστά τον χρόνο. Αν ο ρυθμός αυτός παραμείνει ίδιος, υπολογίζεται ότι η περιοχή θα υψώνεται κατά ένα μέτρο κάθε 350 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι σε μερικές χιλιετίες τα υπάρχοντα νησιά θα ενωθούν με την ξηρά, ενώ νέα νησιά θα δημιουργηθούν σε μεγαλύτερη απόσταση από τις ακτές.
Η Βαλτική θάλασσα έχει χαμηλή περιεκτικότητα άλατος, επειδή δέχεται τα νερά πολλών ποταμών και έχει μόλις μία διέξοδο στους ωκεανούς, ανάμεσα στη Δανία και στη Σουηδία. Στις παράκτιες περιοχές είναι στα περισσότερα σημεία ρηχή, με μεγαλύτερο βάθος τα 121 μ. μέσα στον Φινικό κόλπο. Κοντά στις ακτές, η θάλασσα είναι πλούσια σε αλιεύματα (ρέγκα, βακαλάος, γαλέος, σολομός κ.ά.).Το κλίμα είναι μεταβατικό, από θαλάσσιο σε ηπειρωτικό. Οι υγροί άνεμοι του Ατλαντικού φέρνουν συχνές βροχοπτώσεις την άνοιξη και κάνουν πιο δροσερό το καλοκαίρι. Ο χειμώνας είναι κρύος και υγρός, αλλά οι συχνές ανυψώσεις της θερμοκρασίας συντελούν ώστε ο παγετός να μην ξεπερνά τις 100 ημέρες τον χρόνο. Από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο, οι θερμοκρασίες σπάνια ξεπερνούν τους 4°C και τα πρώτα χιόνια πέφτουν τον Νοέμβριο. Οι χειμερινοί μήνες είναι σκοτεινοί και το φως, μουντό, διαρκεί μόνο λίγες ώρες της ημέρας. Ο Φινικός κόλπος και ο κόλπος της Ρίγας παγώνουν συχνά· το ίδιο και τα στενά μεταξύ των νησιών, ιδίως ανάμεσα στον Ιανουάριο και στον Μάρτιο, αλλά η ανοιχτή Βαλτική θάλασσα δεν παγώνει σχεδόν ποτέ. Η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου κυμαίνεται από –2,5°C στα νησιά έως –7°C στα ΝΑ. Οι πιο ζεστοί μήνες είναι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος, αλλά ακόμα και τότε το θερμόμετρο σπάνια ξεπερνά τους 25°C, ενώ οι νεροποντές είναι συχνές. Η μέση καλοκαιρινή θερμοκρασία του Ιουλίου αρχίζει από +16,5°C στα ΒΔ και φτάνει τους +17,5°C στα ΝΑ. Το φως της ημέρας το καλοκαίρι διαρκεί πολλές ώρες, που φθάνουν τις 19 κατά το θερινό ηλιοστάσιο. Η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι 600-700 χιλιοστά και η βλαστητική περίοδος διαρκεί από 170 έως 190 ημέρες.Τα δάση καλύπτουν το 20% των εδαφών. Επικρατούν τα βελονοφόρα δέντρα και κυρίως τα πεύκα, ιδίως στις περιοχές κοντά στις ακτές. Ένα χαρακτηριστικό δέντρο των ακτών και των νησιών είναι το αγριοκυπαρίσσι. Τα μεικτά δάση είναι πιο κοινά στο εσωτερικό. Από τα φυλλοβόλα δέντρα, η πιο διαδεδομένη είναι η σημύδα. Στα πυκνά δάση έχουν καταμετρηθεί 800 καφέ αρκούδες και άλλοι τόσοι λύγκες. Υπάρχουν επίσης τάρανδοι, ελάφια, κάστορες, λύκοι και αγριογούρουνα. Τα νησιά και οι βαλτώδεις παράλιες περιοχές φιλοξενούν πολλά αποδημητικά και υδρόβια πουλιά.
Το 1970 η περιοχή Λάαχεμαα, στα Α της πρωτεύουσας Ταλίν, ανακηρύχθηκε εθνικός δρυμός. Έχει έκταση 649 τ. χλμ. και περιλαμβάνει παραλίες, ποταμούς, λίμνες, καταρράκτες και χαραγμένα μονοπάτια πεζοπορίας. Άλλες προστατευόμενες φυσικές περιοχές βρίσκονται στη λίμνη Έντλα, στον κόλπο Μάτσαλου της δυτικής ακτής, στη Νίγκουλα, που βρίσκεται στα σύνορα με τη Λετονία, στις νησίδες Βάιναμερι και Βιλσάντι και στο Βίιντουμε, στο νησί Σάαρεμαα.Τα ποτάμια έχουν μικρό μήκος και λίγο νερό. Τα σπουδαιότερα είναι ο Νάρβα, ο Εμάιγκι και ο Πιάρνο. Ο Νάρβα ξεκινά από τη λίμνη Πέιπους και κατευθύνεται Β, προς τον Φινικό κόλπο, σχηματίζοντας το φυσικό σύνορο με τη Ρωσία. Κοντά στον υδροηλεκτρικό σταθμό, που έχει κατασκευαστεί στον Νάρβα, έχει σχηματιστεί μεγάλη τεχνητή λίμνη. Υπάρχουν αρκετές άλλες φυσικές λίμνες, από τις μεγαλύτερες στην περιοχή της Βαλτικής. Η Πέιπους, στα σύνορα της Ε. με τη Ρωσία, είναι η τέταρτη σε έκταση λίμνη της Ευρώπης. Είναι σχετικά ρηχή, με μεγαλύτερο βάθος τα 15 μ. και αμμουδιά στη βόρεια όχθη της. Η λίμνη Βίρτσγιαρφ στα Ν είναι η μεγαλύτερη λίμνη που βρίσκεται ολόκληρη μέσα στα όρια της Βαλτικής. Καταλαμβάνει έκταση 270 τ. χλμ., αλλά έχει μέγιστο βάθος μόλις 6 μ.Οι Εσθονοί (λαός φινοουγγρικής καταγωγής) κατοικούσαν στην περιοχή από τα πανάρχαια χρόνια και ήταν γεωργοί και ναυτικοί. Οι ναυτικοί συνεργάζονταν με τους Βίκινγκς και ήταν δεινοί πειρατές. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίστηκαν, όταν ο βασιλιάς της Δανίας Κνούτος Δ’ εξεστράτευσε εναντίον τους για να διαδώσει τον χριστιανισμό. Το 1219 ο Δανός βασιλιάς Βαλντεμάρ συνέχισε την προσπάθεια του Κνούτου και ίδρυσε την πόλη Ρεβάλ (σημερινό Ταλίν, πρωτεύουσα της χώρας).
Η σύνδεση της χώρας με την πρώην Σοβιετική Ένωση και η καλή οικονομική της κατάσταση έφερε χιλιάδες Ρώσους μετανάστες στην Ε., με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί ο δημογραφικός χαρακτήρας της. Σήμερα η χώρα κατοικείται από Εσθονούς (65,1%), Ρώσους (28,1%), Ουκρανούς, Λευκορώσους, Φιλανδούς, Τατάρους, Εβραίους, Λετονούς, Πολωνούς κ.ά. Το 71% των κατοίκων διαμένουν στις μεγάλες πόλεις (περίπου το 1/3 από αυτούς κατοικούν στην πρωτεύουσα Ταλίν).Τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού το 1987 (4,4%), ενώ από το 1991 και μετά η πορεία είναι αντίθετη και οι θάνατοι (14% το 1993) ξεπερνούν τις γεννήσεις (10%). Η μέση πυκνότητα είναι 31 κάτ. ανά τ. χλμ. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι αρνητικός (–0,55%) λόγω της σημαντικής μετανάστευσης και το μέσο προσδόκιμο ζωής φτάνει τα 63,7 χρόνια για τους άντρες και τα 76 για τις γυναίκες.Εκτός από την πρωτεύουσα Ταλίν (Τallinn, 404.000 κάτ. το 2000), οι σημαντικότερες πόλεις της Ε. (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 2000) είναι η Τάρτου (Τartu, 100.100 κάτ.), που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, η Νάρβα, στο βορειοανατολικό άκρο των συνόρων με την Ρωσία, η Κόχτλα Γιάρβε και η Πιάρνου (Ρarnu, 46.700 κάτ.), μεγάλο λιμάνι στον κόλπο της Ρίγας, κοντά στα σύνορα με τη Λετονία.Η χώρα διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου και φωσφόρου καθώς επίσης ελαφριά βιομηχανία, αλλά η γεωργία και κτηνοτροφία είναι περιορισμένες. Βασικό πρόβλημα του βιομηχανικού της τομέα είναι η πεπαλαιωμένη τεχνολογία των διαφόρων εργοστασίων και η έλλειψη πόρων για την ανανέωσή της. Πάντως, η συμφωνία ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, δημιουργεί σαφώς ευνοϊκό περιβάλλον γι’ αυτή, έστω και αν οι προϋποθέσεις ένταξης χαρακτηρίστηκαν σκληρές με τα δεδομένα της εσθονικής οικονομίας στη δεκαετία του 1990.
Το 2001, το ΑΕΠ ήταν 14.300 εκατ. δολ. ΗΠΑ, με κατά κεφαλήν εισόδημα 10.000 δολ. Ο πληθωρισμός, που είχε ανέλθει σε πολύ μεγάλα ύψη το 1991 και κυρίως το 1992 (πάνω από 1.000%), βρισκόταν στο 5,8% το 2001 και η ανεργία στο 12,4% την ίδια χρονιά. Η αγροτική οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία και αλιεία) απασχολεί περίπου το 11% του ενεργού πληθυσμού, ενώ το 35% απασχολείται στους τομείς του ορυκτού πλούτου και της βιομηχανίας.Το 30% του εδάφους είναι γεωργικά εκμεταλλεύσιμο. Η ιδιωτικοποίηση της γης μετά την ανεξαρτησία οδήγησε στη μείωση της γεωργικής παραγωγής, αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σταδιακή αύξηση. Τα γεωργικά προϊόντα που παράγει η χώρα είναι σιτάρι, κριθάρι, πατάτες, λαχανικά και φρούτα (κυρίως μούραΗ κτηνοτροφία είναι γαλακτοκομική (περίπου 500.000 αγελάδες και 83.000 πρόβατα). Αρκετά σημαντική είναι η παραγωγή ξυλείας από τις πολλές δασώδεις περιοχές της χώρας. Το 1993 η παραγωγή ξυλείας ήταν 2.500.000 κ.μ. Η αλιεία είναι περιορισμένη (146.000 τόνοι το 1993).Οι συνεχείς κατακτήσεις από τους ισχυρούς γείτονες. Οι Εσθονοί, μολονότι εγκαταστάθηκαν στη χώρα αυτή από την αρχαιότητα, εμφανίστηκαν στο ιστορικό προσκήνιο κατά τον 12ο αι. Την περίοδο εκείνη πραγματοποίησε εκστρατεία εναντίον της Ε. ο βασιλιάς της Δανίας για να διαδώσει τον χριστιανισμό και ανάλογη προσπάθεια –που πήρε τη μορφή σταυροφορίας– επιχείρησε και κατά τον επόμενο αιώνα ο Δανός μονάρχης. Σε άλλες περιοχές της χώρας είχαν εισβάλει Γερμανοί, οι οποίοι είχαν καταλάβει τμήματά της. Από τότε χρονολογούνται οι συνεχείς αγώνες για ανεξαρτησία του ολιγάριθμου λαού των Εσθονών εναντίον των ισχυρών γειτόνων τους. Οι διαρκείς επαναστάσεις των Εσθονών ανάγκασαν τους Δανούς να πουλήσουν τα εδάφη που κατείχαν στους Γερμανούς· οι τελευταίοι έγιναν για πολλούς αιώνες απόλυτοι κυρίαρχοι της χώρας, καταστέλλοντας τις εξεγέρσεις των κατοίκων της και μετατρέποντάς τους σε δουλοπάροικους.
Κατά τον 16ο αι. ο βασιλιάς της Σουηδίας κατέλαβε τη χώρα έπειτα από ακόμα μία εξέγερση των Εσθονών, ενώ κάποιες περιοχές κατελήφθησαν από τους Ρώσους. Λίγο αργότερα οι Δανοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, οι Ρώσοι εκδιώχθηκαν και η Ε. περιήλθε πλήρως στην κυριαρχία της Σουηδίας, η οποία χρησιμοποίησε το έδαφός της Ε. ως βάση εξόρμησης για τους πολέμους της στην Ευρώπη. Μετά τον μεγάλο πόλεμο των χωρών της βόρειας Ευρώπης στις αρχές του 18ου αι., η Ε. προσαρτήθηκε στη Ρωσία. Οι Ρώσοι αποκατέστησαν τους Γερμανούς γαιοκτήμονες και οι Εσθονοί έγιναν πάλι δουλοπάροικοι μέχρι το 1816, όταν καταργήθηκε με τσαρικό διάταγμα το καθεστώς της δουλοπαροικίας. Η προσπάθεια του τσαρικού καθεστώτος αφορούσε την αφομοίωση τόσο των Γερμανών γαιοκτημόνων όσο και των Εσθονών δουλοπάροικων, χωρίς όμως να αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα. Το 1905 κατεστάλη με τη βία άλλη μία εξέγερση των Εσθονών, αλλά μετά την κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος, το 1917, οι Εσθονοί κήρυξαν την ανεξαρτησία της χώρας τους και η πρώτη επαναστατική κυβέρνηση των Μπολσεβίκων αποδέχθηκε την ίδρυση αυτόνομου εσθονικού κράτους στο πλαίσιο της Ρωσίας.
Από τη βραχύβια ανεξαρτησία στη σοβιετική κυριαρχία. Τον Φεβρουάριο του 1918 τα κόμματα της χώρας κήρυξαν την ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ε. Σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κονσταντίν Πατς, αλλά οι Γερμανοί δεν αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ε. και η χώρα κατελήφθη από γερμανικά στρατεύματα μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, η προσωρινή κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία και έπειτα από μια περίοδο συγκρούσεων μεταξύ σοβιετικών και εσθονικών δυνάμεων, η Δημοκρατία της Ε. και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν τη συνθήκη του Ταρτού (Φεβρουάριος 1920), με την οποία η σοβιετική κυβέρνηση αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ε., εγκαταλείποντας κάθε εδαφική αξίωση. Η ανεξαρτησία της Ε. αναγνωρίσθηκε διεθνώς τον Ιανουάριο του 1921 και η Ε. εισήλθε στην Κοινωνία των Εθνών.
Η ανεξαρτησία της Ε. διήρκησε μέχρι το 1940. Τον Μάρτιο του 1934 ο πρωθυπουργός Κονσταντίν Πατς κατέλαβε την εξουσία με αναίμακτο πραξικόπημα και επέβαλε την αυταρχική διακυβέρνησή του. Η βουλή και τα πολιτικά κόμματα διαλύθηκαν· το 1938 υιοθετήθηκε νέο σύνταγμα, που προέβλεπε προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης. Τον ίδιο χρόνο ο Πατς έγινε πρόεδρος. Τον Αύγουστο του 1939 η Σοβιετική Ένωση και η ναζιστική Γερμανία υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης, το γνωστό ως σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Μυστικό πρωτόκολλο του συμφώνου αυτού προέβλεπε την κατοχή της Ε. και της Λετονίας από τη Σοβιετική Ένωση. Τον Ιούνιο του 1940, έπειτα από σοβιετικό τελεσίγραφο, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και τον επόμενο μήνα, στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν, έλαβαν μέρος μόνο υποψήφιοι που ενέκριναν οι σοβιετικές αρχές. Τον επόμενο μήνα ανακηρύχθηκε η Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, η οποία εντάχθηκε επισήμως στη Σοβιετική Ένωση.
Η σοβιετική διακυβέρνηση κράτησε λιγότερο από έναν χρόνο. Γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ε. τον Ιούλιο του 1941 και παρέμειναν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944.
Μετά την ήττα των Γερμανών, η Ε. περιήλθε και πάλι στην ΕΣΣΔ μαζί με τις υπόλοιπες χώρες της Βαλτικής. Η σοβιετική κυβέρνηση επέβαλε την υποχρεωτική κολεκτιβοποίηση της γης, η βαριά βιομηχανία αναπτύχθηκε και οι εκτοπίσεις των Εσθονών συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατο του Στάλιν το 1953. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960, όπως συνέβη και σε άλλες σοβιετικές δημοκρατίες, άρχισαν να εκφράζονται φωνές διαμαρτυρίας –ιδιαίτερα στον πολιτιστικό τομέα– λόγω της αυξανόμενης κυριαρχίας των μεταναστών Ρώσων στα εσωτερικά της δημοκρατίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της επόμενης, τα ζητήματα της αφομοίωσης από τους Ρώσους και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης ήταν τα κυριότερα που απασχολούσαν τους Εσθονούς. Η πολιτική της διαφάνειας του Γκορμπατσόφ επέτρεψε τη διεύρυνση της συζήτησης. Οι πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις της δεκαετίας έγιναν στα ορυχεία της βορειοανατολικής Ε. και οδήγησαν τη σοβιετική κυβέρνηση να αναθεωρήσει τα σχέδιά της. Το 1987 πραγματοποιήθηκε διαδήλωση κατά την επέτειο του γερμανοσοβιετικού συμφώνου. Η αυξανόμενη αντιπολίτευση δέχθηκε τα πυρά της σκληροπυρηνικής ηγεσίας του κυβερνώντος Κομουνιστικού Κόμματος της Εσθονίας, αλλά οι ανανεωτικές δυνάμεις μέσα στο κόμμα είχαν ήδη αρχίσει να ζητούν μεγαλύτερη αυτονομία για την Ε.
Τον Απρίλιο του 1988 ιδρύθηκε το Εσθονικό Λαϊκό Μέτωπο, που οργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις, ζητώντας τη δημοσιοποίηση του γερμανοσοβιετικού συμφώνου. Ιδρύθηκε επίσης το Εσθονικό Κόμμα Εθνικής Ανεξαρτησίας, με πολιτικό στόχο την ανεξαρτησία της Ε. Ένα από τα βασικά αιτήματα της αντιπολίτευσης, η υιοθέτηση της εσθονικής ως επίσημης γλώσσας, έγινε δεκτό από το Ανώτατο Σοβιέτ τον Ιανουάριο του 1989, αλλά σημειώθηκαν σοβαρές διαφορές ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα της Ε. Το Εσθονικό Λαϊκό Μέτωπο έλαβε μέρος στις εκλογές για το Κογκρέσο των Λαϊκών Αντιπροσώπων και κέρδισε τις 27 από τις 36 έδρες. Πέντε έδρες κατέκτησε και το Διεθνές Κίνημα, μια οργάνωση κυρίως των Ρώσων μεταναστών, που ιδρύθηκε για να αντιταχθεί σε έναν νέο εκλογικό νόμο που περιόριζε τα δικαιώματά τους.
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Τον Νοέμβριο του 1989 το Εσθονικό Ανώτατο Σοβιέτ ψήφισε υπέρ της κατάργησης της απόφασης του 1940, για την ένταξη στη Σοβιετική Ένωση, διακηρύσσοντας ότι εκείνη η απόφαση είχε ληφθεί υπό την πίεση των σοβιετικών ενόπλων δυνάμεων. Στις αρχές του 1990, έπειτα από διαπραγματεύσεις για την ανεξαρτησία της Ε., έγιναν ελεύθερες εκλογές για το Εσθονικό Ανώτατο Σοβιέτ. Το Εσθονικό Λαϊκό Μέτωπο κέρδισε 43 έδρες, ενώ 35 έδρες απέσπασαν άλλα κόμματα που είχαν ταχθεί υπέρ της ανεξαρτησίας. Τον Μάρτιο του 1990 το Ανώτατο Σοβιέτ υιοθέτησε διακήρυξη, με την οποία άρχισε η μεταβατική περίοδος προς την ανεξαρτησία. Τον Απρίλιο, το Ανώτατο Σοβιέτ εξέλεξε πρωθυπουργό και τον Μάιο ψήφισε υπέρ της αποκατάστασης των πέντε πρώτων άρθρων του συντάγματος του 1938, που περιέγραφαν τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της Ε. Μολονότι δεν επιβλήθηκαν οικονομικές κυρώσεις στην Ε., η διακήρυξη ανεξαρτησίας προκάλεσε ένταση στις σχέσεις με τις σοβιετικές αρχές. Τον Μάιο του 1990, ο Γκορμπατσόφ ακύρωσε τη διακήρυξη, δηλώνοντας ότι παραβίαζε το σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης και αρνήθηκε το αίτημα για διαπραγματεύσεις.
Όταν σημειώθηκε η απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Γκορμπατσόφ (Αύγουστος 1991), οι βουλευτές του Ανώτατου Συμβουλίου υιοθέτησαν απόφαση κηρύσσοντας την άμεση ανεξαρτησία της χώρας. Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος, η κυβέρνηση άρχισε να λαμβάνει μέτρα εναντίον των θεωρούμενων υποστηρικτών του πραξικοπήματος, ενώ πολλές χώρες άρχισαν να αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία.
Στις 6 Σεπτεμβρίου, το Κρατικό Συμβούλιο της Σοβιετικής Ένωσης αναγνώρισε τελικά την ανεξαρτησία της Ε. Τον Ιανουάριο του 1992, ύστερα από σειρά διενέξεων για την οικονομική διαχείριση και το ζήτημα της ιθαγένειας, σχηματίστηκε νέο υπουργικό συμβούλιο με στόχο την επίλυση των οικονομικών διαφορών και την εξασφάλιση των συνόρων της νέας δημοκρατίας. Το σχέδιο συντάγματος εγκρίθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος σε δημοψήφισμα, τον Ιούνιο του 1992.
Τον Σεπτέμβριο του 1992 έγιναν βουλευτικές και προεδρικές εκλογές με τη συμμετοχή του 67% του εκλογικού σώματος. Η ρωσική και οι άλλες εθνικές μειονότητες, που αποτελούσαν το 42% του συνολικού πληθυσμού, αποκλείστηκαν και πάλι από την ψηφοφορία. Η εθνικιστική συμμαχία Πατρίδα συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών, ενώ σημαντικά κέρδη σημείωσαν και αρκετά δεξιά κόμματα· αντίθετα, η συμμαχία των κεντρώων και των κομουνιστών κέρδισε λίγες έδρες.
Τον Οκτώβριο του 1992 σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού ανάμεσα στα κόμματα της Πατρίδας καθώς και των Μετριοπαθών, με επικεφαλής τον Μαρτ Λάαρ, ηγέτη του κόμματος της Πατρίδας. Κύριοι στόχοι της νέας κυβέρνησης ήταν η αποχώρηση όλων των ρωσικών δυνάμεων και η επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων. Λίγο αργότερα η συμμαχία μετονομάστηκε σε Εθνικό Κόμμα της Πατρίδας και το Κομουνιστικό Κόμμα σε Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα. Το επόμενο διάστημα σημειώθηκαν ανακατατάξεις στον κυβερνητικό σχηματισμό με κατηγορίες της αντιπολίτευσης για αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Μέλη της κυβέρνησης και ο Λάαρ παραιτήθηκαν, όταν αποκαλύφθηκαν παρατυπίες στις συμφωνίες της κυβέρνησης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στις εκλογές του Μαρτίου του 1995 εκφράστηκε η δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος απέναντι στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών συγκέντρωσε το νέο Κόμμα Εσθονικού Συνασπισμού με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Τιίτ Βαέχι, 48 ετών, και η Αγροτική Ένωση – στην οποία μετείχε και το Αγροτικό Λαϊκό Κόμμα του Άρνολντ Ροότελ. Στις εκλογές αυτές κατέκτησαν έξι έδρες και τα κόμματα που εκπροσωπούσαν τη ρωσική μειονότητα, εξισορροπώντας κάπως τον αποκλεισμό τους από την πολιτική ζωή. Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε στη συνέχεια με επικεφαλής τον Βαέχι στηρίχτηκε και στις ψήφους των αγροτικών κομμάτων και διακήρυξε ότι βασικός στόχος της ήταν η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Το ζήτημα των ρωσικών στρατευμάτων λύθηκε τελικά, μετά την παρέμβαση και του ΟΗΕ, ενώ οι τελευταίοι Ρώσοι στρατιώτες αποχώρησαν από την Ε. το 1994. Η Ε. υπέβαλε αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2000, η οποία επικυρώθηκε από τον λαό με δημοψήφισμα το 2001. Έτσι, στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, τον Δεκέμβριο του 2002, η Ε. ήταν ανάμεσα στα 10 νέα κράτη-μέλη υπό ένταξη. Η επικράτηση των ανανεωτικών και κεντρώων κομμάτων έδωσε στην Ε. ώθηση για ανάπτυξη της οικονομίας της κατά το δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο, ώστε να επιτευχθεί ανώδυνα η ένταξη της χώρας στην ΕΕ.Η λογοτεχνία άρχισε να αναπτύσσεται σχετικά αργά στην Ε., αν εξαιρέσει βέβαια κανείς την ύπαρξη μιας παλιάς και πλούσιας λαϊκής ποίησης –κάτι που οφείλεται κυρίως στην καθυστερημένη επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας. Το πρώτο βιβλίο τυπώθηκε το 1517, αλλά μόλις το 1708 –με την ελεγεία του Χανς Κάσου– εμφανίστηκε η πρώτη ποιητική συλλογή Εσθονού συγγραφέα. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. συγκροτήθηκε ένα ισχυρό εσθονικό κίνημα, που προετοίμασε την πνευματική αφύπνιση του έθνους, αιχμή του οποίου υπήρξε η έκδοση του επικού ποιήματος Κalevipoeg (1857-61), που συνέθεσε ο Φ.Ρ. Κρόιτζβαλτ. Στην συνέχεια, υπό την ισχυρή επίδραση αυτού του ποιήματος, άρχισε μια πυρετώδης λογοτεχνική ζωή που, αν και κυριαρχήθηκε από το ηρωικό και εθνικό στοιχείο, δεν στερήθηκε τάσεων ρομαντισμού, τις οποίες εξέφραζε κατά κύριο λόγο η ποιήτρια Λυδία Κοΐντουλα. Το ρομαντικο-πατριωτικό αυτό κίνημα άρχισε σιγά-σιγά να φθίνει και γύρω στο 1890 εκδηλώθηκε η ανάγκη για μια πιο ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων. Βασικοί εκπρόσωποι αυτής της τάσης ήταν οι Ε. Βίλντε, Α. Κίζτσμπεργκ και Γ. Λίιβ. Ως αντίδραση στην προσπάθεια αφομοίωσης εκ μέρους των Ρώσων, εμφανίστηκε, μετά την πρώτη Ρώσικη επανάσταση του 1905, το κίνημα Νoori Εesti (Νέα Εσθονία), με κύριο στόχο τον εξευρωπαϊσμό της εσθονικής κουλτούρας, που χαρακτηριζόταν μέχρι τότε από εσωστρέφεια. Ο στόχος αυτός στο λογοτεχνικό πεδίο εκδηλώθηκε με τον νεορομαντισμό, ενώ παρατηρήθηκαν και τάσεις συμβολισμού και νεο-ιμπρεσιονισμού: Γκ. Σούιτς, Φ. Τούγκλαφ, Β. Ριντάλα, Ε. Ένο, Α. Τέσα κ.ά. Με το κίνημα της Νέας Εσθονίας, το εσθονικό έθνος κατέκτησε την ωριμότητά του, ενώ γύρω στο 1917 αναδείχθηκε ένας νέος λογοτεχνικός προσανατολισμός, που έλαβε την ονομασία ενός μυθικού πτηνού (Siuru). Πρόκειται για την καθυστερημένη έκφραση μιας τάσης λογοτεχνικής και πολιτικοκοινωνικής, η οποία εκδηλώθηκε στο τέλος του 19ου αι. στη βόρεια Ιταλία, με χαρακτηριστικά της τον υπερβολικό ατομικισμό και έναν ακραίο εστετισμό. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτού του κινήματος ήταν οι Μ. Ούντερ, Χ. Βισνάπουου, Γ. Σέμπερ κ.ά. Αλλά, ήδη από το 1920, με την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, ο ρεαλισμός επικράτησε και πάλι και –με διάφορες παραλλαγές– συνέχισε να αποτελεί το κυρίαρχο λογοτεχνικό ρεύμα μέχρι τη νέα απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας το 1940.
Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του νεορεαλισμού υπήρξαν οι Α. Κίβικας, Α.Χ. Ταμσάαρε, Χ. Μετσανούρκ, Χ. Ράουντσεπ και Α. Γιάκομπσον. Την ίδια εποχή εμφανίστηκε μια ομάδα νεοσυμβολιστών, που συγκεντρώθηκε το 1936 γύρω από την επιθεώρηση Αrbujad, στην οποία συμμετείχαν οι Χ. Τάλβικ, Μπ. Άλβερ, Κ. Μέριλαας, Ου. Μάζινγκ κ.ά. Με την ενσωμάτωση της Ε. στην πρώην ΕΣΣΔ, το 1947, η εσθονική λογοτεχνία διαχωρίστηκε σε δύο αρκετά διαφορετικά ρεύματα: αφενός υπήρξαν κάποιοι οπαδοί του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, με κυριότερους εκπροσώπους τους Χ. Λέμπερεχτ και Γ. Σμούουλ, αφετέρου υπήρξαν πολλοί συγγραφείς που επέλεξαν την οδό της εξορίας – καταφεύγοντας κυρίως στη Σουηδία, όπου το 1950 ίδρυσαν την επιθεώρηση Τulimuld (Καμένη Γη).
Η ύφεση που παρατηρήθηκε στις διεθνείς σχέσεις κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 καθώς και το άνοιγμα των συνόρων που επακολούθησε, επέτρεψαν σε πολλούς Εσθονούς συγγραφείς που βρίσκονταν στην εξορία να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Αυτό σήμαινε για την Ε., χώρα που μέχρι τότε ήταν ουσιαστικά απομονωμένη, σταδιακή είσοδο στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η οποία ολοκληρώθηκε με την εκ νέου κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας.Η μεσαιωνική εσθονική αρχιτεκτονική. Τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Ε. είναι οι οχυρωμένες ακροπόλεις, που περιβάλλονται από χωμάτινες ή πέτρινες επάλξεις και είναι χτισμένες με ξερολιθιά ή κορμούς δέντρων. Η κατάκτηση της Ε. από τους Γερμανούς, στις αρχές του 13ου αι., άνοιξε τον δρόμο στις επιδράσεις της βορειοευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Το δεύτερο μισό του 13ου αι. και οι αρχές του 14ου αι. μας άφησαν πολλές οχυρωμένες εκκλησίες με έναν μοναδικό νάρθηκα στο λεγόμενο μεταβατικό στιλ (πρώιμη γοτθική τέχνη), ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες της Βαλιάλα, της Ριντάλα και της Ούχου με τα χοντρά πέτρινα τείχη και τις πολεμίστρες στα παράθυρα. Ταυτόχρονα, στην κεντρική Ε. διαδόθηκαν οι εκκλησίες με ευρύχωρο τον κυρίως ναό. Στο δεύτερο μισό του 14ου αι. και ολόκληρο τον 15ο ανθούσαν τα πλίθινα γοτθικά μνημεία της μεσημβρινής Ε. στη δυτική και βόρεια Εσθονία, ενώ διαμορφώθηκε και η πρωτότυπη αρχιτεκτονική σχολή του Ταλίν.
Η νεοκλασική πολεοδομία στην Τάρτου. Η ένωση της Ε. με τη Ρωσία στις αρχές του 18ου αι. έφερε τη χώρα στη σφαίρα επιρροής της ρωσικής πολιτιστικής παράδοσης: σε ρυθμό μπαρόκ σχεδιάστηκαν (1718-25) τα μέγαρα και τα πάρκα του Καντριάργκ στο Ταλίν (με αρχιτέκτονες τους Ν. Μισέτι και Μ. Ζεμκόφ). Ο νεοκλασικισμός εκδηλώθηκε στα αρχιτεκτονικά συμπλέγματα της πόλης Τάρτου, που ξαναχτισμένη μετά την πυρκαγιά του 1775, στολίστηκε με τα κτίρια του αρχιτέκτονα Γ. Κράουσε.Στις αρχές του 19ου αι. στο πανεπιστήμιο της Τάρτου ιδρύθηκε μια σχολή σχεδίου. Το δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται μια εθνική καλλιτεχνική σχολή: ο βεριστής Γ. Κέλερ, ο κλασικιστής Α. Βάιζενμπεργκ και ο γλύπτης Α. Άνταμσον υπήρξαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί της. Ο ρεαλισμός εκδηλώθηκε στα παστέλ του Α. Λάκμαν. Ο Π. Ράουντ ασχολήθηκε με τη νωπογραφία, ενώ ο αδελφός του, Κ. Ράουντ, προσχώρησε στον σκανδιναβικό ρομαντισμό.Στις αρχές του 19ου αι. στο πανεπιστήμιο της Τάρτου ιδρύθηκε μια σχολή σχεδίου. Το δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται μια εθνική καλλιτεχνική σχολή: ο βεριστής Γ. Κέλερ, ο κλασικιστής Α. Βάιζενμπεργκ και ο γλύπτης Α. Άνταμσον υπήρξαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί της. Ο ρεαλισμός εκδηλώθηκε στα παστέλ του Α. Λάκμαν. Ο Π. Ράουντ ασχολήθηκε με τη νωπογραφία, ενώ ο αδελφός του, Κ. Ράουντ, προσχώρησε στον σκανδιναβικό ρομαντισμό.Μετά την ήττα της Επανάστασης του 1905 και στα χρόνια του αστικού καθεστώτος άρχισε να γίνεται αισθητή η επιρροή των καλλιτεχνικών ρευμάτων της δυτικής Ευρώπης. Από τους καλλιτέχνες των αρχών το 20ού αι. οι σπουδαιότεροι είναι οι Γ. Κορτ, Ν. Τρίικ, Κ. Μέγκι και Ε. Βιράλτ.
Η εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας έφερε την εσθονική τέχνη στον δρόμο του ρεαλισμού. Λαμπρή άνθηση γνώρισαν οι γραφικές τέχνες και ιδίως οι στάμπες, τα πορτρέτα του λυρικού ζωγράφου Α. Μπαχ και του Ε. Έινμαν, τα ποιητικά χαρακτικά τοπία του Μ. Λάαρμαν καθώς και τα αριστοτεχνικά σχέδια του Γκ. Ράιντορφ.Η πρώτη κινηματογραφική αίθουσα άνοιξε το 1907 στην πρωτεύουσα της Ε., Ταλίν. Ο φωτογράφος Γιοχάνες Παασούκε (1892–1918) ήταν ο πρώτος που απέκτησε κινηματογραφική μηχανή, με την οποία κατέγραψε στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή και τα ήθη και τα έθιμα της χώρας. Στην περίοδο του βωβού κινηματογράφου, Εσθονοί κινηματογραφιστές (Τεοντόρ Λουτς, Κονσταντίν Μάρσκα κ.ά.) κατέγραφαν σκηνές από τη ζωή και από διάφορα ιστορικά γεγονότα του τόπου, αναπτύσσοντας το είδος του ντοκιμαντέρ. Το 1940 η Ε. προσαρτήθηκε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, με την έναρξη όμως του πολέμου και τη γερμανική κατοχή της χώρας, ο κινηματογράφος υποτάχθηκε στη χιτλερική προπαγάνδα. Με το τέλος του πολέμου, Εσθονοί κινηματογραφιστές επέστρεψαν από τα στούντιο της Μόσχας για να γυρίσουν ταινίες στο σταλινικό πνεύμα της εποχής.
Ο κινηματογράφος της Ε. ξεχωρίζει για το ντοκιμαντέρ του, που έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1960, περίοδο της αποσταλινοποίησης. Νέοι σκηνοθέτες, που σπούδασαν στη σχολή κινηματογράφου της Μόσχας, έφεραν νέα πνοή στο ντοκιμαντέρ, που δεν περιοριζόταν σε μια απλή καταγραφή της πραγματικότητας, αλλά προχωρούσε στην ερμηνεία της. Από τους πιο γνωστούς δημιουργούς ντοκιμαντέρ είναι οι: Βαλέρια Άντερσον (Ραντεβού στον δρόμο, 1960· Νικολάι Κορμάσοφ, 1969· Έτοιμος για την επόμενη παράσταση, 1987), Όλο Τάμπεκ (Τα μυστήρια του Ταλίν, 1967· Ελ Ντοράντο, 1971· Ο τροχός της χαράς, 1979), Ρέιν Μάραν (Άνθρωπος και φύση, 1975· Η ζωή στη σκιά, 1985· Η λίμνη Βoρτσγιάρβ, 1987), Μαρκ Σούσααρ (Η χρυσή άμαξα, 1971· Χρόνος, 1983· Ο άνθρωπος του Κίνου, 1986), Αντρές Σουτ (Οι πύλες του Καρά, 1975· Το Ολυμπιακό Ταλίν, 1980· Μαραθώνιος, 1986), Τόιβο-Πιπ Πουξ (Η ιστορία του Γιούχαν Λιβ, 1975· Περιπλανώμενος, 1986), Μάτι-Γιούρι Πόλντρε (Ιμπρεσάριο, 1984· Οι απόκληροι, 1987), Πέτερ Τούμινγκ (Ψωμί, 1984· Θησαυρός Ι-VΙ, 1987), Γιούρι Μoυρ (Εκεί που μεγαλώνουν οι πέτρες, 1983, σε συν-σκηνοθεσία με τον Σάντε), Εν Σάντε (Το χρέος ενός υπεράνθρωπου, 1987), Χάγκι Σέιν (Διάλογος, 1983· Γιακ και Μαίρη, 1987), Λέναρντ Μέρι (Οι άνεμοι του Γαλαξία, 1977· Οι φωνές του Καλέβα, 1985) κ.ά.
Παράλληλα με το ντοκιμαντέρ γυρίζονταν ταινίες κινουμένων σχεδίων (η πρώτη γυρίστηκε το 1972) καθώς και ταινίες μυθοπλασίας (η πρώτη, Η ζωή στον πύργο, γυρίστηκε το 1947 από τον Χέρμπερτ Ράπαπορτ). Ενδεικτικό της κυριαρχίας των ντοκιμαντέρ είναι το γεγονός ότι το 1985 γυρίστηκαν μόλις 5 ταινίες μυθοπλασίας και 31 ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Οι πιο σημαντικοί σκηνοθέτες μυθοπλαστικών ταινιών είναι οι: Κάλι Κίισκ (Επικίνδυνες στροφές, 1961· Ήταν 18 χρόνων, 1966· Το κόκκινο βιολί, 1974· Σε εκατό χρόνια τον Μάιο, 1987), Γκριγκόρι Κρομάνοφ, Γιούρι Μουρ και Όλεβ Νόιλαντ.
Ο κινηματογράφος της Ε. άρχισε να ξεχωρίζει στην περίοδο της περεστρόικα με τις ταινίες Παιχνίδια για μαθητές του σχολείου (1987) των Λέιντα Λάιους και Άρβο Ίχο, μια ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των παιδιών σε ένα ορφανοτροφείο, και Ο παρατηρητής των πουλιών (1987) του Άρβο Ίχο, που πραγματεύεται τον έρωτα ενός Ρώσου ξυλοκόπου και μιας Εσθονής ορνιθολόγου, η οποία στο τέλος σκοτώνεται σε μια παγίδα που στήνει στο δάσος ο λαθροκυνηγός εραστής της. Θα ακολουθήσουν οι ταινίες Το κλεμμένο ραντεβού (1988) του Λάιους και Ξύπνημα (1990) του Γιόνας Βάιτκους, μια πολιτική φαντασμαγορία γύρω από ένα ερωτικό τρίγωνο το 1940, όταν στη Λιθουανία εισβάλλουν οι Σοβιετικοί· καθώς και το φιλμ Μόνο για τους τρελούς (1992) του Άρβο Ίχο, ένα σατιρικό κοινωνικό δράμα.
Η πρόσοψη του ορθόδοξου καθεδρικού ναού του Αγίου Αλέξανδρου Νέφσκι στο Ταλίν, πρωτεύουσα της Εσθονίας.
Στιγμιότυπο από την τελετή παράδοσης καθηκόντων στον πρόεδρο της Εσθονίας Άρνολντ Ροότελ (φωτ ΑΠΕ).
Ο Σίιμ Κάλας εξελέγη το 2002 πρωθυπουργός της Εσθονίας (φωτ. ΑΠΕ).
Χαρτονόμισμα των 25 εσθονικών κορώνων, που εκδόθηκε το 2002.
Άποψη του μεσαιωνικού τμήματος της Ταλίν, πρωτεύουσας της Εσθονίας.
Πύργος του τείχους που περιβάλλει την παλιά πόλη του Ταλίν, πρωτεύουσας της Εσθονίας.
Άποψη μιας σύγχρονης συνοικίας στην εσθονική πρωτεύουσα Ταλίν.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947-90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)
Dictionary of Greek. 2013.